Μαμά ! Φοβάμαι!
Ναι.
Γεια σου μαμά…
Τι κάνεις παιδί μου;
Ζεσταίνομαι.
Άνοιξε την πόρτα να πάρεις λίγο αέρα.
Δεν μπορώ μαμά, φοβάμαι.
Τι φοβάσαι;
Τρέμω στην ιδέα πως η γειτόνισσα που μένει στα νότια, μπορεί να μου επιτεθεί με το θανατηφόρο βλέμμα της… Κάθε φορά που με κοιτάζει σκέφτομαι τι κακό της έχω κάνει, αφού μονάχα καλημέρες έχουν ξεστομίσει τα χείλη μου.
Καταλαβαίνω… πήγαινε δυτικά τότε.
Δεν μπορώ μαμά, λυπάμαι να βλέπω την γριούλα που μένει μονάχη και που πάντα έχει ένα παγωμένο μειδίαμα στα χείλη της... κάποια ανάμνηση εικοσαετίας προφανώς, ίσως και πιο παλιά, τα χρόνια άλλωστε κυλούν σαν νερό… Ανάμνηση ίσως από τα παιδιά της, που τώρα την επισκέπτονται κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο για μια – δυο ώρες.
Πήγαινε και κάτσε στο βορινό μπαλκόνι που θα έχει σίγουρα δροσιά.
Δεν μπορώ καν να ανοίξω την εξώπορτα. Ρατσιστές μου επιτίθενται με κοροϊδευτικά και υβριστικά σχόλια για την ιδιαιτερότητά μου.
Αν πήγαινες στην ανατολή τότε;
Εκεί είναι μονάχα για να βλέπω τον ήλιο, κάθε πρωί που ξεπροβάλει πίσω απ’ το βουνό! Είναι το μόνο μέρος που μου δίνει ελπίδα για να ζω…
Δεν βλέπω το λόγο να μην πας και τώρα…
Δεν μπορώ να πάω στην ανατολή τώρα μαμά, γιατί είναι κάτι ιερό…
…
Μια ελπίδα φτερουγίζει μέσα μου ακόμα, πως, ίσως, κάποια μέρα θα ξυπνήσω και θα ακούγονται χαρούμενες φωνές απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα. Η κυρία στα νότια θα με φωνάζει με το όνομά μου και θα με προσκαλεί για καφέ, όπως έκανες κι εσύ κάποτε με τις δικές σου γειτόνισσες που ήταν και φίλες σου, θυμάσαι;
Θυμάμαι…
Στα δυτικά, η γριούλα θα φωνάζει στα εγγόνια της από το μπαλκόνι, να τρέξουν, να πάνε όσο μακριά τραβάει η ψυχή τους, να μην φοβηθούν τίποτε, να χορτάσουν παιχνίδι με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς και πως αν πέσουν δεν πειράζει, θα βοηθήσει το ένα το άλλο να ξανασηκωθούν. Οι άνθρωποι του βοριά θα έχουν βγάλει τα γκρίζα και θα φοράνε χρωματιστά, λαμπερά ρούχα, όπως κίτρινο, κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί και θα με προσκαλούν να χορέψω μαζί τους… Δεν θα ξινίζουν τα μούτρα τους όταν τους καλημερίζω αλλά θα μου χαμογελούν αληθινά. Τα μάτια τους θα ακτινοβολούν από χαρά!
Τι όμορφα που θα ‘ταν όλα αυτά…
Γι’ αυτό σου λέω μαμά, δεν μπορώ να πάω ανατολικά, γιατί αν βρεθεί κι εκεί κάποιος κακοπροαίρετος, θα καταρρεύσω, θα μου κλέψει ακόμα και αυτό το μικρό όνειρο, την ελπίδα που προσδοκώ, πως κάποια μέρα θα ζήσω για να δω…
…
Ζεσταίνομαι μαμά και έχω κλειδωμένο το σπίτι, γιατί δεν θα έχω χρήματα να δώσω σ’ αυτόν που θα με απειλήσει με ένα όπλο στο χέρι σαν μπει…
…
Ζεσταίνομαι, φοβάμαι και λιώνω μαμά… εύχομαι να μην ξανάρθει καλοκαίρι, να είναι μόνιμα χειμώνας, που δεν θα χρειάζεται να ανοίγω παράθυρα, που δεν θα φοβάμαι τόσο. Πες μου σε παρακαλώ μαμά, πότε άλλαξαν οι άνθρωποι τόσο πολύ;
Οι άνθρωποι πάντα ίδιοι ήταν… εμείς αλλάζουμε…
Όχι προς το καλύτερο όμως. Παλιά δεν φοβόμουν τόσο πολύ.
Είναι η αρρώστια, η παραίτηση και η άγνοια των ανθρώπων που ψιθυρίζουν στο μυαλό σου, είναι ο φόβος τους, μην τους αδικείς σε παρακαλώ και προσπάθησε να τους καταλάβεις.
Μα…
Δεν έτυχε ποτέ σε κάποιον δικό τους κάτι τρομερό, δεν μπήκαν ποτέ στην διαδικασία να σκεφτούν… Να εύχεσαι κάποιο πρωί να ξυπνήσουν και να λαχταρούν να αντικρίσουν την ίδια ανατολή με την δικιά σου, τότε όλα θα φτιάξουν!
Λες να έρθει αύριο αυτή η μέρα;
Ναι, είμαι σίγουρη πως αν όχι αύριο, μεθαύριο θα έρθει αυτή η σπουδαία μέρα!