Η Πατρίτσια Χάισμιθ, η Κάρολ και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Απόψε στον κινηματογράφο είδα την ταινία Κάρολ με την υπέροχη Κέιτ Μπλάνσετ και με την εξίσου καταπληκτική Ρούνει Μάρα. Με αφορμή αυτήν την κινηματογραφική εμπειρία, μοιράζομαι εδώ τις σκέψεις μου μαζί σας.
Η ανωτέρω ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της πολύ γνωστής μας, Πατρίτσια Χάισμιθ. Βέβαια ο αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν «The price of salt» και η συγγραφέας το εξέδωσε με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν. Η Πατρίτσια Χάισμιθ είναι λίγο- πολύ γνωστή σε όλους μας από τα αστυνομικά- ψυχολογικά της θρίλερ, καθώς και από τις πολλές διασκευές τους στο σινεμά και στο θέατρο. Ακόμα θυμάμαι μια παράσταση του «Strangers on a train» που είδα στο Λονδίνο πριν τρία χρόνια, καθώς και τον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλει» του αείμνηστου Άντονυ Μινγκέλα ή την μόλις περσυνή ταινία «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου».
Όταν η Πατρίτσια Χάισμιθ έγραψε την «Κάρολ», είχε ήδη εκδώσει την μεγάλη της επιτυχία «Strangers on a train», και είχε μάλιστα γυριστεί και σε ταινία από τον μετρ του είδους, τον Άλφρεντ Χίτσοκ. Ο εκδότης της δεν δέχτηκε το νέο της βιβλίο, αυτή στράφηκε σε κάποιον άλλον εκδότη και αναγκάστηκε να μην χρησιμοποιήσει το πραγματικό της όνομα. Βρισκόμαστε στο έτος 1952 και το αναγνωστικό κοινό αρέσκεται στην αστυνομική λογοτεχνία, αλλά δεν καλοδέχεται ένα βιβλίο που παρουσιάζει ανοιχτά την ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ δύο γυναικών.
Η υπόθεση του έργου: μια μεγαλοαστή, παντρεμένη γυναίκα, η Κάρολ αρχικά φλερτάρει και μετέπειτα συνάπτει δεσμό με μια νεαρή πωλήτρια. Και οι δύο δείχνουν ευτυχισμένες και ξεφεύγουν από τη μίζερη καθημερινότητά τους. Το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και ως road movie, αφού τουλάχιστον στο μισό του μέρος, βλέπουμε τις δύο γυναίκες να ταξιδεύουν ασταμάτητα από πολιτεία σε πολιτεία, σε μια προσπάθεια να κατακτήσουν το όνειρο, να απελευθερωθούν από το συντηρητισμό της εποχής τους, να καταννοήσουν τι τους συμβαίνει, μια φυγή από το κατεστημένο. Ο άντρας όμως της Κάρολ προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, προκειμένου να μαγνητοφωνήσει τις κρυφές τους και εντελώς προσωπικές στιγμές , για να τiς χρησιμοποιήσει ως απόδειξη της ομοφυλοφιλίας της γυναίκας του στο δικαστήριο. Και φυσικά όλη αυτή η ιστορία έχει ως έπαθλο την επιμέλεια της μικρής τους κόρης. Η Κάρολ εγκαταλείπει την ερωμένη της και τρέχει πίσω στην οικογενειακή εστία υποκύπτοντας στον εκβιασμό του συζύγου της, για να μην χάσει το παιδί της. Υποβάλλεται σε ψυχοθεραπεία για να καταπολεμήσει την τάση της προς την ομοφυλοφιλία! Παρ’ όλη την αγάπη όμως που τρέφει για το παιδί της, δεν καταφέρνει να προσποιείται την ευτυχισμένη και ετεροφυλόφιλη σύζυγο, αναγκάζεται να δώσει την επιμέλεια της κόρης της στον άντρα της και περιορίζει το μητρικό της δικαίωμα σε επισκέψεις μόνο. Κατασταλαγμένη πλέον στο τι θέλει επιστρέφει στην ερωμένη της και ξαναρχίζουν το δεσμό τους με καινούριες βάσεις.
Η «Κάρολ» είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο, αφού η ίδια η Πατρίτσια Χάισμιθ ήταν λεσβία, μία από τις ερωμένες της είχε χάσει την επιμέλεια της κόρης της λόγω της ομοφυλοφιλίας της, η ίδια η συγγραφέας είχε κάνει ψυχοθεραπεία προκειμένου να συνηθίσει την ιδέα της σεξουαλικής επαφής με έναν άντρα, στην προσπάθειά της να παντρευτεί! Οι συγγραφείς μέσα από τα έργα τους βγάζουν τα εσωψυχά τους, διάβασε τα βιβλία κάποιου και αν είσαι λίγο παρατηρητικός, αμέσως θα μαθεις πράγματα για αυτόν. Είναι ένας γενικός κανόνας, η Χάισμιθ δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ίδια δεν ήταν τόσο τυχερή στη ζωή της, όλες οι σχέσεις της, είτε με γυναίκες είτε με τους ελάχιστους άντρες που προσπάθησε να συνδεθεί, ήταν αποτυχημένες και μικρής διάρκειας. Στην «Κάρολ» της λοιπόν, πραγματοποιεί μέσα από τα γραπτά της, μέσα από τη μυθοπλασία, την ανάγκη της για τον απόλυτο έρωτα- όπως τον φαντασιώνεται αυτή. Η Κάρολ δεν ενδίδει στον εκβιασμό του συζύγου, που χρησιμοποιεί την αγάπη της για το παιδί για να την ξαναφέρει κοντά του, δεν ενδίδει ούτε στις επιταγές της κοινωνίας. Αναζητά τον έρωτα πληρώνοντας το κόστος: βλέπει το παιδί της ως επισκέπτρια. Το ερώτημα βέβαια, από την άλλη πλευρά- γιατί πάντα μου αρέσει να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου- είναι γιατί παντρεύτηκε αφού ήταν ομοφυλόφιλη. Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις θύμα δεν είναι μόνο η καταπιεσμένη λεσβία, αλλά και ο ετεροφυλόφιλος σύζυγος που εξαπατήθηκε κατά κάποιο τρόπο. Θα μου πείτε τώρα, ψιλά γράμματα: δεκαετία 1950. Ακόμα και στις μέρες μας υπάρχει ρατσισμός κατά ορισμένων ομάδων και γενικά κατά του διαφορετικού.
Στην δεκαετία του 1950 αλλά και του 1960 και δυστυχώς πολύ αργότερα, έστελναν τους ομοφυλόφιλους σε ψυχοθεραπευτές, προκειμένου να γιατρευτούν και να γίνουν ετεροφυλόφιλοι. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν αυτή της απομορφίνης ( παράγωγου της μορφίνης που προκαλεί ναυτίες, εμετό και σπασμούς). Παράλληλα με τη χρήση αυτού του φαρμάκου, έδειχναν στους ομοφυλόφιλους φωτογραφίες γυμνών αντρών, οι «ασθενείς» υπέφεραν κάνοντας εμετό και νιώθοντας άρρωστοι, η σκέψη των ψυχιάτρων ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο οι «ασθενείς» θα συνδύαζαν την εικόνα του γυμνού άντρα με τη ναυτία, και έτσι θα θεραπεύονταν από την ομοφυλοφιλία τους!
Η Πατρίτσια Χάισμιθ δεν τόλμησε να δημοσιεύσει το πιο αυτοβιογραφικό της βιβλίο με το πραγματικό της όνομα. Οι αλμπάνηδες της Ιατρικής επιστήμης ( δεν αναφέρομαι σε όλους τους γιατρούς φυσικά!) θεράπευαν την ομοφυλοφιλία βασανίζοντας και σκοτώνοντας ανθρώπους. Οι ετεροφυλόφιλοι εξαπατούνται ακόμα και στις μέρες μας από ομοφυλόφιλους που συνάπτουν σχέσεις μαζί τους και δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Πώς είναι δυνατόν να θέλω να κάνω παιδί, να παντρεύομαι κανονικά και να εξαπατώ κατ΄αυτόν τον τρόπο, το σύντροφό μου; Όλοι μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα, που τελικά ο καθένας μας τα προσδιορίζει κατά το δοκούν!
Comentarios